στραβομάρα

στραβομάρα
η
1) прям. , перен. слепота; 2) промах, оплошность; 3) невзгода, неудача;

§ (τύφλα καί) στραβομάρα! — чтоб ты ослеп!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στραβομάρα" в других словарях:

  • στραβομάρα — η, Ν βλ.στραβωμάρα …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλαμάρα — η, Ν τυφλάδα, τύφλα, στραβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. κουτ αμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • τύφλα — η, Ν 1. τυφλότητα, στραβομάρα 2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα 3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος 4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» πολύ μεθυσμένος, πίτα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»